- προπερυσινός
- προπερῠσῐνός, όν,A of the year before last,
καρπός Thphr.HP3.12.4
: later [full] προπερσυνός, PSI1.50.13 (iv/v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπός Thphr.HP3.12.4
: later [full] προπερσυνός, PSI1.50.13 (iv/v A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προπερυσινός — ή, ό και προπερύσινος, η, ο / προπερυσινός, ή, όν και προπερυσινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και προπέρσινος, η, ο και προπερσινός, ή, ό Ν, προπερσινός, ή, όν Α [προπέρυσι] αυτός που έγινε ή υπήρξε το προπερασμένο έτος, πριν από δύο χρόνια … Dictionary of Greek
προπέρσινος — η, ο, και προπερσινός, ή, ό, Ν (δ. γρφ.) βλ. προπερυσινός … Dictionary of Greek
προπέρσινος — προπέρσινος, η, ο και προπερσινός, ή, ό και προπερυσινός, ή, ό αυτός που έγινε ή υπάρχει πριν από δύο χρόνια: Θυμάμαι την προπέρσινη πλημμύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)